Sunday, January 20, 2008

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΜΥΑΛΟ

Ο Κυριάκος ο Γαρδαλούμπας κίνησε από το χωριό του στα μέσα του
60 για να πάει στην Αμερική μπας και δει προκοπή.
Γιατί εκεί κάτω στο χωριό το μόνο πράγμα που έκανε ήταν να τρώει
φάπες από το πρωί ίσα με το βράδυ.
Και η αιτία; Η κεφάλα του. Που ήταν τόση, όσο το γήπεδο του
Παναθηναϊκού. Της έβαζες πάνω τέσσερα ταψιά με κουλούρια
Θεσσαλονίκης και περίσσευε χώρος να κάτσουν πάνω της καμιά
δεκαριά σπουργίτια να τρώνε και να κελαηδάνε το μεγαλείο της.
Να σου τον λοιπόν στο κατάστρωμα του Άννα Μαρία να
απολαμβάνει τον ήλιο και ο ήλιος να έχει μπει σε μαύρες σκέψεις.
- Αμάν αδελφάκι μου πότε να σηκωθώ να φύγω να πάω κατά
τη δύση γιατί η σκιά που κάνει η κεφάλα του, φτάνει μέχρι την
πλώρη και θα χάσω άδικα τη δουλειά μου.
Ο Κυριάκος χάθηκε τις δύο πρώτες μέρες μέσα στο πολύχρωμο
πλήθος του βαποριού, χωρίς φυσικά να του δίνει σημασία κανένας.
Αλλά τι τον ένοιαζε τώρα τον Κυριάκο εάν τον κοίταζαν η όχι.
Αυτός είχε στο μυαλό του κάτι δολάρια, κάτι αυτοκινητάρες
και κάτι ξανθιές ζουμπουρλούδικες που μόλις πατήσεις το πόδι
σου στο Αμέρικα τους χαμογελάς και σου λένε:
- Αμάν ρε παίδαρε, εσένα περίμενα όλη μου τη ζωή να έλθεις
από το χωριό σου να δω κι εγώ καμιά άσπρη ερωτική μέρα.
Άσε δε την ευτυχία της γυναίκας να ξυπνάει το πρωί και να έχει
δίπλα της την κεφάλα του Γαρδαλούμπα να της διηγείται όλα τα
παγκόσμια γεγονότα πού συνέβησαν στο χωριό του.

Πάμε πάρα κάτω. Ο καπετάνιος έδωσε και κάτι δεξιώσεις άλλο
πράμα. Τα φαγητά; Να τρώει η μάνα και του παιδιού της να μη δίνει.
Πολύ καλά έκανε ο άνθρωπος γιατί σκέφτηκε και σου λέει:
- Ας κάνουμε τα εορταστικά μας πριν βγούμε στον ωκεανό,
γιατί έτσι και ξεμπουκάρουμε από το στενό και μας πιάσει ο
καιρός μάσκα, βράστα Χαράλαμπε. Όλοι αυτοί οι γραβατομένοι
και κομψευόμενοι θα πιαστούν από την κουπαστή και θα κάνουν
πως κοιτάνε τα ψάρια, λες και εμείς δεν ξέρουμε τώρα ότι βγάζουν
τα αντερά τους για να συνέλθουν.
Νάτους λοιπόν στο στενό, να και ο καπετάνιος στο μικρόφωνο.
-Κυρίες και Κύριοι ο βράχος του Γιβραλτάρ.
Κοιτάνε από δω κοιτάνε από κει, να κάτι Αγγλικές σημαίες πάνω
στο βράχο, να κάτι αεροπλανοφόρα, νάσου και μερικά Αμερικάνικα
να φέρνουν βόλτες στη γύρα. Αναρωτήθηκαν μερικοί:
- Ρε μπας και φτάσαμε στην Αμερική και δεν το καταλάβαμε;
Τους εξήγησαν όμως ότι το μέρος είναι κόμβος και τον
φυλάνε οι σύμμαχοι σαν τα μάτια τους, για να τον παραδώσουν
στην Ισπανία το έτος 3500 αμόλυντο και άσπιλο.

Ήταν και κάτι υποβρύχια κάτω στο βυθό που προσπαθούσαν να
τον καθαρίσουν, γιατί κάποτε γύρω στα 1600 όπως τους είπαν
μια καβουρίνα, ( όχι εκείνη η δικιά μας με το σπάρο), άλλη, ντόπια,
αλανιάρα, είχε πάει με ένα κάβουρα Λόρδο ο οποίος την εξέθεσε
ανεπανόρθωτα και ήταν και παντρεμένος ο μπαγάσας.
Από τότε Άγγλοι και Αμερικάνοι μαζί προσπαθούν να καθαρίσουν
τη ντροπή στο βυθό. Τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτοί. Όπου βλέπουν
ντροπή τρέχουν για καθάρισμα.
Είναι δε γνωστό, ότι για στεγνό καθάρισμα, ( χωρίς σάλιο)
χρειάζεται βενζίνη. Η βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου.
Όποιος δε, έκανε τίποτα πονηρές σκέψεις, να γράψει εκατό φορές
ότι δεν θα το ξανασκεφτεί και να έλθει αύριο με τον κηδεμόνα του.
Τα υποβρύχια δεν τα έβλεπε κανένας εκτός από τα ψάρια.
Και εδώ που τα λέμε, αυτό είναι και το σωστό.
Άμα σε βλέπουν όλοι δεν είσαι υποβρύχιο, είσαι σκέτη ξεφτίλα
και να πάς ξανά στην πρώτη Δημοτικού να αρχίσεις να μαθαίνεις
κολύμπι.

Μέρα επόμενη. Ξανοίχτηκαν. Ο ωκεανός μπροστά, ακόμα πιο
μπροστά το Αμέρικα. Για κάμποσες ώρες βλέπανε και γλάρους
που κάνανε βολ-πλανέ γύρω από το πλοίο μπας και κονομήσουν
τίποτα αποφάγια από τους μεγιστάνες της πρώτης θέσης, οι
οποίοι δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι το πλοίο διέθετε και κάλαθους
αχρήστων.
Μετά από μερικές ώρες τα πουλιά ξαναγύρισαν στις φωλιές τους.
Δεν είναι παλαβά να τρέχουν στην Αμερική και άντε ψάχνε να βρεις
δέντρο για να φτιάξεις καινούρια φωλιά, άντε το δέντρο να είναι
πιασμένο από κανένα γύπα μαφιόζο και άντε εσύ να του εξηγήσεις
ότι το μόνο που θέλεις είναι ένα κομμάτι ψωμί και τίποτα άλλο.
Κουτσά στραβά το καρβέλι βρίσκεται δύο ή τρία βολ-πλανέ γύρω
από την φωλιά σου, πέφτει και καμιά στραβή γαρίδα ή κανένας
γαύρος στον αφρό και έχεις το καθημερινό σου χωρίς πολλά
ντράβαλα και χωρίς να τρέχεις στου διαβόλου την τρύπα. -Νομίζω;
Αλλά τι να το κάνεις. Πουλιά είναι, δεν έχουν μυαλό όπως ο
Κυριάκος που μόλις κουσουμάρει την κεφάλα του Ντάουν Τάουν
Μπόστον , θα κάνουν τα δολάρια γενική συνέλευση και θα πουν:
- Ρε δεν πάμε όλοι μαζί να μπούμε στη τσέπη του Κυριάκου
που έχει να δει πενηνταράκι από την τελευταία φορά που είπε
τα κάλαντα;

Ο Πελοπίδας ο Καρανταούλης ταξίδευε και αυτός με το Άννα-
Μαρία αλλά σε άλλο στυλ και με άλλες προδιαγραφές. Δηλαδή
πρώτη θέση, καμπίνα τέσσερα δωμάτια, χωλ και κουζίνα, οι καμαρότοι όλοι προσοχή και στο διατάξτε, μέχρι που να του κάνουν υποκλίσεις και να του γυαλίζουν τα πόμολα στις πόρτες.
Και για όλα αυτά, ας είναι καλά τα χάμπουργκερς. Δουλειά μεγάλη
κάτω στο Τάουν, μαγαζί από τα πιο καλά και ο Πελοπίδας να κάθεται
πίσω από το ταμείο και να χτυπάει τα κουμπιά της μηχανής. Γκλύν-
γκλάν- γκλούν, και να λέει Θένκ – γιου.
Νάτον λοιπόν στο σαλόνι της πρώτης θέσης γυρνώντας από
ένα ταξίδι του στο χωριό, όπου του έγιναν υποδοχές εθνικού ήρωα.
Και χαλάλι του, γιατί με το που πάτησε το πόδι του στο χωριό,
κάνει αδελφέ μου έτσι και βάζει το χέρι στην τσέπη. Έλα όμως που
ξέχασε να το βγάλει; Πάντως κάτι καραμέλες και κάτι τσίχλες
Αμερικάνικες τις μοίρασε με απλοχεριά. Όπως είπαν έδωσε και
χίλιες δραχμές, που τις κέρδισε παίζοντας πόκερ στο βαπόρι,
για να επιδιορθωθεί η καμπάνα του χωριού.
Μαζί του η Πελοπίδαινα που άμα τη έβλεπες φαινόταν σαν
φρεσκοβαμμένο τρεχαντήρι παρά σαν γυναίκα. Άσε δε τα βραχιόλια.
Με κάτι πέτρες δέκα κιλά η μία, στο λαιμό χρυσές καδένες να μην
φαίνονται τα προγούλια. Μέχρι και καπελίνο. Να τη βλέπεις
και να νομίζεις ότι έβαλε στο κεφάλι της Βενετσιάνικο κάστρο.
Μάλιστα κάποιο απόγευμα που την είδε ο καπετάνιος στολισμένη,
γύρισε και είπε στον ύπαρχο.
- Ρε Τάσο έτσι και χάσουμε καμία από τις άγκυρες, δέσε την
σε κανένα παλαμάρι. Πιστεύω να μας κρατήσει.

Ο Πελοπίδας καθισμένος στην πολυθρόνα του, κοίταγε πότε τα
κύματα και πότε τη γυναίκα του. Η αναγούλα που τον έπιασε δεν ήλθε μόνη της.
Όχι. Συνοδευόταν και από κάτι πονηρές σκέψεις.
- Δεν τη ρίχνω ρε στη θάλασσα; Τίποτα δεν πρόκειται να πάθει.
Το πολύ να την δουν οι φάλαινες και να την περάσουν για ξαδέλφη
τους.
Και έτσι όπως ήταν στη βαριά σκοτούρα, ξεκινάει η Πελοπίδαινα
τη μουρμούρα.
- Σήκω και πάμε να ετοιμαστούμε. Σου το είπα χίλιες φορές.
Το πάρτυ του καπετάνιου για τους επιβάτες της πρώτης θέσης
δεν το χάνω με τίποτα.
- Άσε ρε γυναίκα. Έχουμε τρείς ώρες μπροστά μας. Είναι
και το Κατινάκι μόνο του στην καμπίνα, που το έχει πιάσει
η θάλασσα και δεν λέει να βγει από κει μέσα. Τι θέλεις να κάνω;
- Και τι φταίω εγώ κύριε Πελοπίδα που ήθελες να πάρεις την
ανιψιά σου μαζί μας; Πρέπει τώρα εγώ να χαλάσω τη βραδιά μου;
- Τι λες μωρή. Τρελή είσαι; Θα άφηνα το κοριτσάκι του αδελφού
μου που είναι ορφανό, μόνο του στο χωριό, να μην έχει στον ήλιο
μοίρα; Εμείς έτσι και αλλιώς παιδιά σκυλιά δεν έχουμε, θα της βρω
ένα καλό παιδί και όταν έλθει η ώρα να κλείσουμε τα μάτια μας,
θα έχουν και αυτοί κάτι για να πορεύονται.
Εξ άλλου τόσα καλά παιδιά ξέρουμε. Κάποιος από όλους θα
την δει και θα την ερωτευτεί.
- Ποιος να την ερωτευτεί βρε τρομάρα σου. Δεν την βλέπεις που
είναι σαν χτικιό; Άσε που είναι και αλλήθωρη, να την κοιτάς και να
κλαιν’ τα μάτια σου.
Το σκέφτηκε για λίγο ο Πελοπίδας, την είχε δει στο χωριό που κοίταγε τον φούρναρη και της χαμογελούσε ο μπακάλης, θυμήθηκε πως κόντευε να σαρανταρίσει αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Αλλοίμονο τώρα ένας Καρανταούλης με τόσα λεφτά, να μην μπορέσει να της βρει άντρα.

Κάποτε λοιπόν αφού τελείωσαν οι θάλασσες, οι μουσικές και οι
δεξιώσεις, φτάσανε στην Νέα Υόρκη, πήραν το τραίνο για το Μπόστον και βρέθηκε ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
Ο Κυριάκος έπιασε μια κάμαρα κάπου στη δυτική πλευρά της
πόλης, στο σάουθ-έντ όπως το λένε και οι Βοστωνέζοι. Ένα μικρό
δωμάτιο με μικροσκοπική κουζίνα, ένα μπάνιο, το κρεβάτι του
μία ντουλάπα, ένα τραπέζι και ένα κομοδίνο.
Κείνα δε τα δολάρια που λέγαμε πιο πάνω, μετά την γενική
συνέλευση αποφάσισαν να πάνε στις τσέπες κάποιων ημετέρων
εργολάβων δημοσίων έργων οι οποίοι δια την αρτιοτέραν
κατασκευήν του έργου…κλπ.
Έτσι λοιπόν ο κύριος Κυριάκος άρχισε να δουλεύει σε ένα πρατήριο
βενζίνης μπας και μπορέσει και τα μαζέψει ένα-ένα.
Στην αρχή καλά τα πήγαινε, ήταν εργατικός και τίμιος, τον συμπάθησε το αφεντικό, έκανε παρέα με τα παιδιά στο καφενείο, τρέχανε όλοι μαζί να δουν κάτι μισόγυμνα χορευτικά, τρέχανε και με κάτι πεταλουδίτσες στο λιμάνι, οι οποίες του κόστιζαν μεν, αλλά πως να το κάνεις, άντρες είμαστε, να μην έχουμε κι εμείς τα πονηρά μας; Από κορίτσι δικό του όμως, τίποτα.

Όταν ήλθε ο Χειμώνας τα πράγματα άρχισαν να στενεύουν. Κρύο
πολύ μέχρι να σου πέφτει η μύτη και να μην το παίρνεις είδηση, χιόνι που δεν το είχε δει ούτε στο Διδυμότειχο τότε που έκανε τη θητεία του και άντε τώρα εσύ ένας Κυριάκος ολόκληρος να φουλάρεις μέσα στο χιόνι και το αγιάζι εκείνες τις αυτοκινητάρες με μπενζίνα. Και πίσω από το βολάν να κάθονται μέσα στη ζέστη του καλοριφέρ κάτι ξανθές κούκλες και να σου λένε:
- Παρακαλώ μου το γεμίζετε;
Είδε και απόειδε, κατάλαβε ότι δεν πάει άλλο, σου λέει πρέπει να στρίβω από εδώ γατί στο τέλος θα με πιάσει τίποτα και άντε καθάριζε με τους γιατρούς.
Για καλή του τύχη το ίδιο βράδυ του είπαν τα παιδιά στο καφενείο ότι κάποιο εστιατόριο ζητούσε υπάλληλο.
Νάτονε λοιπόν την άλλη μέρα το πρωί μπροστά στον Πελοπίδα να του λέει πως ψάχνει για δουλειά. Του ρίχνει μια ματιά ο Πελοπίδας και του έρχεται να πέσει κάτω
από τα γέλια.
- Τι κεφάλα είναι αυτή και που να τον βάλω που θα γελάσει και
το παρδαλό κατσίκι.
Εν τάξει όμως, δεν του είπε τίποτα , απλώς τον έστειλε στην κουζίνα
να βρει το μάγειρα.
Μέσα σε δέκα λεπτά να ο κύριος Γαρδαλούμπας με άσπρη ποδιά
να πλένει τα πιάτα. Δεν ήταν και τόσο άσχημα, γιατί εδώ είχε ζέστη
και ήταν πολύ καλύτερα από το να κάθεται έξω και να παγώνει ο
απαυτός του. Λάντζα λοιπόν από το πρωί μέχρι το βράδυ και να
του φωνάζει ο μάγειρας:
- Άντε ρε Κυριάκο και δεν προλαβαίνουμε.
Πάντως φάπα όπως τότε στο χωριό, δεν έπεφτε και όσο δεν έκανε
τίποτα άλλο από το να δουλεύει, άρχισε να μαζεύει τα λεφτά του,
μέχρι που άνοιξε και λογαριασμό σε τράπεζα.
Ο Πελοπίδας είχε τα δικά του προβλήματα. Και πρώτο απ’
όλα το Κατινάκι. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που την έφερε
και ούτε αρσενικός γάτος δεν γύρισε να την κοιτάξει. Άσε τα χρήματα που ξόδεψε για να την σουλουπώσει και εκείνα τα πάρτυ στο σπίτι του για γνωριμίες. Αλλά δεν βαριέσαι, όσοι την έβλεπαν έκοβαν την καλημέρα και στον Πελοπίδα. Ώσπου ένα βράδυ που έφευγε ο Κυριάκος και του είπε καληνύχτα, τον κοίταξε καλύτερα και σκέφτηκε.
- Ρε αυτός σαν καλός να είναι. Δεν μιλάει, δεν λαλάει, φασαρίες
δεν κάνει. Αύξηση δεν έχει ζητήσει, αν ήθελε και το Κατινάκι κάτι
θα μπορούσε να γίνει.
Ήταν και η κεφάλα του στη μέση, αλλά δεν πειράζει. Ακόμα
καλύτερα. Όσο αλλήθωρη και να είναι, τέτοια κεφάλα δεν
την χάνει από το βλέμμα της που να την στήσεις στα τετρακόσια
μέτρα. Τον κάλεσε λοιπόν για φαγητό στο σπίτι του.
Το βράδυ στο καφενείο ο Κυριάκος έλεγε στην παρέα όλος
χαρά για το πόσο τον συμπάθησε το αφεντικό, που μέχρι
στο σπίτι του τον κάλεσε να πάει την Κυριακή για φαγητό.
- Παλαβός είσαι ρε; Του είπαν τα παιδιά.
- Αυτός δεν δίνει του αγγέλου του νερό, θα καλέσει εσένα
για φαγητό στο σπίτι του; Μάλλον για αγγαρεία σε θέλει και στο
τέλος θα σου δώσει να φας ότι προχθεσινό περίσσεψε από το
μαγαζί.
- Για μια στιγμή ρε παιδιά είπε ο Μεμάς που ήταν και ο πιο
πονηρός της παρέας.
- Να το σκεφτούμε καλύτερα. Έχω ακούσει πως εδώ και καιρό
προσπαθεί να παντρέψει μια ανιψιά του που έφερε από την
Ελλάδα… και μάγκες μου αυτό είναι. Ρε Κυριάκο για γαμπρό σε θέλει
και την έκανες λαχείο αδελφέ μου γιατί ο Πελοπίδας το φυσάει το
χρήμα και όσο να είναι κάτι θα αρπάξεις κι εσύ από όλη αυτή την
ιστορία.
- Τι λες ρε Μεμά; Τι να αρπάξω από τον Πελοπίδα που δεν έχει
δει δολάριο ούτε η εφορία; Αυτός ρε πιτυρίδα βγάζει στο κεφάλι
του και δεν το πλένει γιατί λέει πως είναι δικιά του. Σε εμένα θα
πάει να τα δώσει; Και πρώτα από όλα που ξέρω τι σόι πράμα είναι
η ανιψιά του; Αυτή μπορεί να είναι κουτσή, κουλή, και ανάποδη.
Πες ο ένας πες ο άλλος, το διαλύσανε αργά χωρίς να βγάλουν
άκρη. Ο Κυριάκος το σκεφτότανε συνεχώς, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.
- Αφεντικό είναι αυτό, δεν γίνεται να φέρνουμε αντιρρήσεις.

Κυριακή μεσημέρι νάτος μπροστά στην πόρτα να χτυπάει το
κουδούνι του Πελοπίδα γεμάτος απορίες. Είχε και μια σπιταρόνα
ο Καρανταούλης σκέτο παλάτι.
Του άνοιξε η Πελοπίδαινα η οποία με το που τον είδε ξύνισε τα
μούτρα της.
- Αυτός ρε παιδάκι μου δεν κάνει για γαμπρός. Αυτουνού είναι
να του πάρει τη κεφάλα η ακτοφυλακή, να την πετάξει στα
ανοιχτά για σημαδούρα.
Τον βάλανε να κάτσει, βγάλανε και γλυκό για να τον τρατάρουν,
έπιασε τον άντρα της στα κρυφά και του είπε.
- Δεν μου αρέσει η φάτσα του. Της έριξε κάτι ανάποδες
ο Πελοπίδας.
- Τι λες μωρή; Η δικιά μας καλύτερη είναι που όποιος την
βλέπει πάει και κλείνεται σε μοναστήρι; Στρώστε τραπέζι και άσε
να κανονίσω κατά πως ξέρω.
Άρχισαν λοιπόν να στρώνουν το τραπέζι, ο Πελοπίδας να έχει τον
Κυριάκο στα όπα-όπα μέχρι που εμφανίστηκε το Κατινάκι με ένα
δίσκο στο χέρι και του την σύστησαν .
- Από εδώ η Κατίνα η ανιψιά μας το καλύτερο κορίτσι…κλπ
Δίνει το χέρι του ο Κυριάκος, το δικό της έπεσε κάπου πάρα δίπλα.
Της ρίχνει μια ματιά.
- Ρε εμένα κοιτάει η το άπειρο;
Καλά περάσανε, φάγανε και ωραία φαγητά τα οποία ήταν όλα
φτιαγμένα από τα χρυσά χεράκια της Κατίνας. Ο Κυριάκος
αναρωτιότανε
- Εν τάξει. Ας πούμε πως τα έφτιαξε όλα μόνη της. Εκείνα τα
τυροπιτάκια πως τα έφερε αλφάδι στο δίπλωμα με τέτοια γκαβομάρα;
Ο Πελοπίδας το βιολί του. Έλεγε καλαμπούρια έβαλε και στο Πικ-άπ
να ακούσουνε τον Καρακίτσο, τ’ αηδόνι της Ηπείρου και όλο γύρω
από παντρειές το έφερνε και κάτι παρόμοια.
- Δηλαδή εάν εγώ δεν είχα στη ζωή μου την Πελοπίδαινα,
σήμερα θα ήμουνα ένα τίποτα. Από μέσα του σκεφτότανε.
- Ας μην την είχα και θα σούλεγα εγώ γλέντια. Άσε και κάτι
πονηρά που έβαζε με το μυαλό του αλλά δεν λέγονται παρά
μόνο γίνονται στα κρυφά. Τι να κάνει όμως, έτσι έπρεπε να τα πει
για την περίσταση και έτσι τα έλεγε.
Το Κατινάκι όλο περιποίηση να μην λείψει από κανένα τίποτα,
έριχνε και κάτι ψιλοαναστεναγμούς προς Κυριάκο μεριά, αλλά δεν
μίλαγε. Έτσι είναι τα καλά κορίτσια από σπίτι. Δεν μιλάνε καθόλου
μέχρι να βάλουν την κουλούρα στο κεφάλι και μετά τα λένε όλα μαζί.

Το άλλο βράδυ ο Πελοπίδας έπιασε τον Κυριάκο και του μίλησε
στα ίσα.
- Έτσι και έτσι. Μία ανιψιά την έχω, αν της φερθείς στο εν τάξει
και στο τίμιο , εγώ σε μερικά χρόνια την κοπανάω με την γυναίκα μου για το χωριό και μένεις εσύ στο πόδι μου. Όταν δε τα τινάξω, το μαγαζί δικό σας και κάνεις κουμάντο κατά πως νομίζεις . Ωραία λόγια και σταράτα, μόνο που ο Κυριάκος δεν είπε ούτε ναι
ούτε όχι. Στο δρόμο μόνο προς το καφενείο σκεπτότανε.
- Άντε ρε που θα πάω να χαραμίσω τα νιάτα μου με αυτή
γκαβή. Το είπε και στα παιδιά όταν έφτασε στο καφενείο αλλά
εκείνοι τον φασκελώσανε. Μα πιο πολύ ο Μεμάς.
- Είσαι καλά ρε; Και τι έγινε; Πες ότι την πήρες και ήταν μια
χαρά. Άντε και στην χτυπάει ένα αυτοκίνητο και της κάνει τη
μάπα εμπριμέ. Τρέχα τώρα εσύ σε γιατρούς και νοσοκομεία,
βάλε και ένα κάρο λεφτά που θα πληρώσεις. Την παίρνεις λοιπόν
έτοιμη και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο.
Το άλλο πρωί που πήγε για δουλειά ήλθε και η προαγωγή. Από τα
πιάτα στις κατσαρόλες και κανα δυό φορές την ημέρα να βγαίνει
προς τα έξω να μαζεύει τα τραπέζια, συν η πρόσκληση του Πελοπίδα για φαγητό στο σπίτι του.

Έτσι λοιπόν και χωρίς να το καταλάβει μέρα με την ημέρα, βδομάδα
την εβδομάδα, όλο και πιο κοντά στο Κατινάκι, αυτό να του ρίχνει
κάτι χαμόγελα και κάτι Κυριάκο μου, μέχρι που και σινεμά αποφάσισε να την πάει.
Είπε και ο Πελοπίδας τα δικά του, μην αργήσετε και εκτεθούμε, είπε
η γυναίκα του, άστους να βγάλουν τα μάτια τους μπας και την πάρει
και ξεκουμπιστεί από εδώ και βρούμε την ησυχία μας.
Φτάνουν λοιπόν κάποια ώρα στον κινηματογράφο, πληρώνει
ο Κυριάκος , μπαίνουν μέσα και κάθονται στην τελευταία σειρά.
- Δεν πάμε Κυριάκο μου λίγο πιο κάτω για να βλέπω καλύτερα;
Το πιο κάτω έφτασε να είναι η πρώτη σειρά , αλλά τι να το κάνεις
που μόλις κάθισε ο Γαρδαλούμπας ξεσηκώθηκε όλη η πλατεία
- Ρε φίλε, δεν κάνεις την κεφάλα σου πιο κει, γιατί κρύβεις
το μισό έργο;
Τράβα από δω τράβα από κει, την παίρνει παραμάσχαλα και φεύγουν.
- Θα σε πάω αγάπη μου σε ένα καλό μαγαζί που φτιάχνει ένα
καφέ μούρλια. Το μαγαζί έτυχε να είναι το σπίτι του Κυριάκου που
διέθετε όχι μόνο καλό καφέ, αλλά και άλλα ωραία και γαργαλιστικά
πράγματα.
Μετά από τα “Μη Κυριάκο αγόρι μου, δεν κάνει θα μας δούνε” έπεσε
το Κατινάκι στο “δε βαριέσαι κι αν μας δούνε τι έγινε”.
Δεν κατάλαβε ο κεφάλας ότι δεν ήταν και τόσο κορίτσι όσο νόμιζε, καλά περάσανε και συνεχίστηκε το βιολί για κάμποσο καιρό. Μέχρι που ξανάφυγε ο Πελοπίδας για το χωριό.

Να λοιπόν ο Κυριάκος πίσω από το ταμείο να κάνει κουμάντο
μέχρι να γυρίσει το αφεντικό. Είχε τάξει και γάμο λίαν προσεχώς.
Το καφενείο και την παρέα τα είχε κόψει μια και δούλευε από το
πρωί μέχρι το βράδυ αλλά τα παιδιά τα στενοχώρησε.
- Εντάξει ρε Κυριάκο, κονομάς και καλά κάνεις. Πέρνα και
από εδώ να πεις μια καλησπέρα. Δεν χάθηκε ο κόσμος.
Ο Κυριάκος καλά πέρναγε. Του έγραψε ο Πελοπίδας ότι θα
γυρίσει σε δύο μήνες για να κάνουνε τον γάμο, ξάφριζε και
μερικά από το ταμείο και τα έβαζε σε ένα κασελάκι στο σπίτι.
- Άνθρωποι είμαστε δεν ξέρεις τι γίνετε. Τα βράδια πέρναγε
από το Κατινάκι η οποία ήταν όλο χαρές αλλά και παράπονα μαζί.
- Τι θα γίνει αγόρι μου. Όλο μόνη μου θα με αφήνεις;
-Τι θέλεις να κάνω ρε Κατίνα. Δουλεύω από τα χαράματα μέχρι
τα μεσάνυχτα. Που να πάμε όταν είμαι τόσο κουρασμένος;
- Α, να με συγχωρεί η χάρη σου αλλά δεν μπορώ να μένω
όλη την ώρα στο σπίτι μόνη μου και να σε περιμένω. Εμένα που
με βλέπεις πέφτανε στα πόδια μου για να με πάρουν κι εσύ
δεν μου δίνεις σημασία.

Αυτά και άλλα πολλά μέχρι που ήλθε η καταστροφή.
Τι έπιασε την Πελοπίδαινα εκείνο το απόγευμα να πάει βόλτα
με το άλογο, κανένας δεν κατάλαβε. Πάντως με το που έκανε
να καβαλήσει την είδε το ζωντανό και το πιάσανε τα γέλια
- Τι κατάσταση είναι αυτή ρε κυρά μου. Έτσι όπως είμαστε
θα μας δει κανένας και θα με περάσει για θηλυκό Κένταυρο.
Αϊ στο διάολο μωρή κατσίκα. Κάνει λοιπόν μία έτσι και πάρτην κάτω.
Αυτό ήταν. Πέντε μέρες στο τοπικο νοσοκομείο και ο Πελοπίδας να
είναι απαρηγόρητος για το χαμό της αγαπημένης του γυναικούλας.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού ο Κυριάκος έτριβε τα χέρια του.
- Δόξα και τιμή στα περήφανα άλογα. Πάει ο ένας. Άλλος ένας
και μετά το μαγαζί δικό μας.

Αμ δε όμως.
Από το πολύ κλάμα ο Πελοπίδας σε ένα εξάμηνο βρήκε μια
σαραντάρα που ήξερε να του σκουπίζει τα δάκρυα καλά
όσο και τα σάλια. Πάνω στο χρόνο φτάσανε τα τέλια.
Ο κύριος Καρανταούλης μετα της Διδος...εις γάμον κοινωνίαν και
άντε να συμμαζέψεις το ερωτευμένο Πελοπιδάκι.
Ο Κυριάκος παραλίγο να πάθει συγκοπή. Τα είπε και στο
Κατινάκι:
- Μα δεν ντρέπεται ο παλιόγερος; Πάει να παντρευτεί την κόρη
του; Άσε που όπως ήλθαν τα πράγματα, όχι μαγαζί δεν παίρνω, αλλά με βλέπω πάλι γενικό διευθυντή στα πιάτα. Πες του κι εσύ κάτι γιατί θα βρεθούμε στο δρόμο χωρίς να το καταλάβουμε.
- Άκουσε κύριε Κυριάκο. Ο θείος μου είναι καλός άνθρωπος και
δεν θέλω να τον κακολογείς. Διάλεξε και πάρε. Το μαγαζί ή εμένα!
Έτσι λοιπόν άρχισαν οι καυγάδες με το Κατινάκι και τα πράγματα
πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Κάποιο μεσημέρι που να πάρει ο διάολος το μάγειρα, έφαγε κάτι και
τον πείραξε.
- Τι μου δίνεις κύριε, χτεσινό φαγητό; Αυτό το έχουμε για τους
πελάτες. Όχι για εμάς. Νάτος λοιπόν στην τουαλέτα πέντε-έξι
φορές απανωτές, λέει στους άλλους.
- Παιδιά. Θα λείψω κανα δύο ώρες, το νου σας στο μαγαζί.
Είπε να πάει προς το σπίτι του, αλλά στο δρόμο το ξανασκέφτηκε.
- Δεν περνάω καλύτερα από το Κατινάκι να μου φτιάξει
τίποτα ζεστό μπας και συνέλθω;
Έφτασε λοιπόν με την ψυχή στο στόμα γιατί έπρεπε να ξανατρέξει
στην τουαλέτα, ανοίγει στα γρήγορα, κάνει να πάει προς τα εκεί
αλλά ακούει κάτι γέλια και λίγη φασαρία από το δωμάτιο της Κατίνας.
- Ρε λες να έπαθε τίποτα;
Πλησιάζει προς την μισάνοιχτη πόρτα, κοιτάει, και μένει κόκαλο.
Το Κατινάκι και ο Μεμάς…
Κανένας δεν άκουσε ξανά για τον Κυριάκο. Κάποιος μετά από
χρόνια είπε πως τον είδε στο χωριό πάνω σε ένα τρακτέρ με μία
γυναίκα και τρία κουτσούβελα. Τίποτα άλλο.
Τα γλαρόπουλα εκεί κάτω στο βράχο του Γιβραλτάρ ακόμα
παίρνουν στο κατόπι τα βαπόρια και ακόμα το σκεφτονται.
- Δεν πάμε κι εμείς προς τα εκεί;
Να δεις όμως που δεν το ρισκάρουν.

No comments: